Kyr-Vaggelis (Mr. Vaggelis) or Today I am sad
Kyr-Vaggelis (Mr. Vaggelis) or Today I am sad
It’s been two years since I last saw the old man, sitting at the balcony, with his big, myopia glasses, ardently looking at the bitter orange tree across the street. It was on my way back home that I would see him, alone on his balcony, with a blank expression, and I kept saying to myself I would make some time, one day, to talk to him. Were he to invite me in, I would make him Greek coffee, keep him company and ask him to tell me as story. ...I was wondering how time goes by, hour after hour, for an old man, alone on a narrow balcony... ... or when he is having lunch with an empty chair on the other side of the table , when he goes to bed, waking up, in the morning, next to a pillow that has not been marked by another face, when he is getting dressed and there is no one to fix his collar or his tie, when there is no one to tell him “take care and don’t be late” as he is leaving the house. In the past two years, the house was closed and the old man nowhere to be seen. I was thinking that, maybe, his children, if he happened to have any, had taken him to some old people’s home, so that he would, at least, receive care and have company. I was sad, thinking I missed the opportunity to talk to him, see his house, understand his habits, smell the mothballs in the closet and this subtle smell of mould coming from under the bottom kitchen cupboards. At least, that’s how I had imagined it. At noon, today, as I was coming back, I saw all the windows of the house open, the doors as well, and a lady coming in and out, stressed, carrying things. I stood there and timidly asked her if there was something the matter, if she needed help and, more importantly, where was the old man. “The old man passed away”, she replied, “and the house is for sale”... I offered to make her coffee and get her some cold water. She took me up to the house to show it to me, and asked me to keep her company while she smoked a cigarette. I lit one too... I was in her father’s room and, looking around, I saw his glasses resting on the bedside table, next to a box of pills and an old crossword puzzle, green worn walls around with old photos hanging, a glass of water with the top denture in it, a towel hanging from the bed rails, and a white vest on the hanger. - Where do you live, Miss. Why are you interested in the old man, did you know him? - No, I did not, but I would see him every day on the way home and meant to come and talk to him. I am a photographer and I would have liked to take his photo and photos of the house, if he let me. - The old man, kyr-Vaggelis, my father that is, was a photographer Miss. Old school. He would develop and print the photos on his own, upstairs on the rooftop, in a small room he had converted into a darkroom. Whatever he needed, switches, pincers, weights, masks, chemicals, he would make on his own. Yesterday, we were robbed. Someone broke in the house and took things. Some of it they sell as scrap. Come with me to the rooftop and see if there is something you like or need, and take it. I was left gazing, goose bumps all over me... I follow her as if hypnotised, up to the little room on the rooftop. Magnifiers, loupes, negatives, old films, reels, contacts, chemicals, notes about times, papers, diaries, small boxes, lamps, cogwheels, bottles of all colours and sizes. I am bemused. I ask her if I could leave and come back with my camera. I spent three hours up there. I didn’t want to touch anything and, at the same time, I wanted to take it all. Mrs. Popi, sweet and open-hearted, was watching me discretely, with big, wet eyes. “God sent you”, she said, “I had no idea what to do with all this... and, if you take them, Miss, Kyr Vaggelis will be very happy, watching us from up there”.
Ο Κυρ – Βαγγέλης ή Σήμερα στεναχωρήθηκα
Είναι δύο χρόνια που έχω να δω τον παππού με τα μεγάλα μυωπικά γυαλιά στο μπαλκόνι του να κάθεται και να κοιτάει με ζήλο τη νεραντζιά του απέναντι πεζοδρομίου. Ήταν ο δρόμος μου από κει για την επιστροφή μου στο σπίτι .Τον έβλεπα στο μπαλκονάκι μόνο , ανέκφραστο, κι όλο έλεγα θα βρω το χρόνο μια μέρα να πιάσω κουβέντα μαζί του κι αν με βάλει σπίτι του να του ψήσω ελληνικό καφέ και να του κάνω παρέα , και θα του ζητήσω να μου πει μια ιστορία . ..Σκεφτόμουν.. πώς να μετράνε άραγε οι ώρες για ένα ηλικιωμένο άντρα , μόνο, σε ένα στενό μπαλκόνι . Όταν τρώει η απέναντι καρέκλα είναι άδεια .Όταν πλαγιάζει το διπλανό μαξιλάρι ξυπνάει χωρίς βαθούλωμα . Όταν ντύνεται δε του διορθώνει κανείς το γιακά ή τη γραβάτα . Όταν βγαίνει από το σπίτι δε του λέει κανείς ‘’πρόσεχε και μη μου αργήσεις ‘’ . Τα τελευταία δύο χρόνια το σπίτι παρέμενε κλειστό κι ο παππούς πουθενά . Έλεγα πως ίσως τα παιδιά του , αν είχε , μπορεί να τον έχουν πάει σε κάποιο γηροκομείο , τουλάχιστον να χει φροντίδα και συντροφιά . Στεναχωριόμουν που δε τον πρόλαβα να του μιλήσω , να δω το σπίτι του , να καταλάβω τις συνήθειές του , να μυρίσω τη ναφθαλίνη από τις ντουλάπες και την ανεπαίσθητη μυρωδιά της μούχλας από τα κάτω ντουλάπια της κουζίνας . Έτσι το είχα φανταστεί . Σήμερα το μεσημέρι καθώς επέστρεφα , είδα όλα τα παράθυρα του σπιτιού του ανοιχτά ..οι πόρτες επίσης , μια κυρία να πηγαινοέρχεται αγχωμένη κουβαλώντας πράγματα .Κοντοστέκομαι και δειλά τη ρωτώ αν συμβαίνει κάτι , αν χρειάζεται βοήθεια αλλά κυρίως που είναι ο παππούς .. Ο παππούς έχει πεθάνει , μου απαντάει και το σπίτι πωλείται .. Προσφέρθηκα να της φτιάξω έναν καφέ και να της πάω κρύο νερό .Με ανέβασε στο σπίτι να μου το δείξει και μου ζήτησε να της κάνω παρέα καθώς άναβε ένα τσιγάρο . Άναψα κι εγώ .. Ημουν μέσα στο δωμάτιο του πατέρα της και γύρω μου έβλεπα το κομοδίνο με τα γυαλιά του ακουμπισμένα πάνω , ένα κουτί με χάπια , ένα παλιό σταυρόλεξο , πράσινους φθαρμένους τοίχους , κορνίζες με παλιές φωτογραφίες κρεμασμένες ,ένα ποτήρι νερό και μέσα του η πάνω οδοντοστοιχία , μια πετσέτα στα κάγκελα του κρεβατιού και μια άσπρη φανέλα στην κρεμάστρα . - Κορίτσι μου που μένεις και γιατί ενδιαφέρεσαι για τον παππού ; τον ήξερες ; -Όχι δε τον ήξερα , όμως τον έβλεπα κάθε μέρα γυρνώντας σπίτι , να κάθεται στο μπαλκονάκι κι όλο έλεγα πως θα ρθω να του μιλήσω . Είμαι φωτογράφος και ήθελα πάρα πολύ να τον φωτογραφίσω κι αυτόν και το σπίτι του αν με άφηνε.. - Ο παππούς , ο κυρ Βαγγέλης , ο πατέρας μου δηλαδή , ήταν φωτογράφος κορίτσι μου . Από τους παλιούς . Εμφάνιζε κι εκτύπωνε μόνος του πάνω στην ταράτσα στο καμαράκι που τον είχε κάνει σκοτεινό θάλαμο . Ότι χρειαζόταν από χρονοδιακόπτες , τσιμπίδες , βαρίδια ,μάσκες , χημικά , τα έφτιαχνε μόνος του . Εχθες μας έκλεψαν , μπήκαν στο σπίτι και πήραν πράγματα πολλά τα πάνε για παλιοσίδερα , έλα μαζί μου στην ταράτσα κι αν δεις κάτι που σου αρέσει ή σου χρειάζεται πάρε το . Έχω μείνει να την κοιτάω .. ανατριχιασμένη ..την ακολουθώ σαν υπνωτισμένη στο καμαράκι της ταράτσας . Μεγεθυντές , λούπες , αρνητικά , παλιά φιλμ , καρούλια , κοντάκτ , χημικά ,σημείωσεις με χρόνους , χαρτιά , ημερολόγια ,κουτάκια , λάμπες , γρανάζια , μπουκαλάκια κάθε χρώματος και κάθε μεγέθους . Είμαι σαστισμένη . Της ζητάω να φύγω και να επιστρέψω με τη φωτογραφική μου μηχανή . Πέρασα τρεις ώρες εκεί πάνω . Δεν ήθελα να ακουμπήσω τίποτα και τα ήθελα όλα , την ίδια στιγμή . Η κυρία Πόπη , γλυκύτατη και ανοιχτόκαρδη με μεγάλα υγρά μάτια με παρακολουθούσε διακριτικά ..ο Θεός σε έστειλε μου λέει .. δεν ήξερα τι να τα κάνω όλα τούτα .. κι αν τα πάρεις κορίτσι μου ο κυρ Βαγγέλης θα χαίρεται πολύ από κει που μας κοιτά..
Leave your comments
Post comment as a guest